- μωκεύω
- μωκ-εύω, = foreg., Zonar.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μωκεύω — (Α) [μωκός] μωκώμαι* … Dictionary of Greek
μωκεύειν — μωκεύω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμωκεύω — ἐπιμωκεύω (Α) χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μωκεύω «χλευάζω» (< μώκος «χλευασμός»)] … Dictionary of Greek
καταμωκεύω — (Α) καταμωκώμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μωκεύω «χλευάζω, περιπαίζω»] … Dictionary of Greek